- συνδικαστής
- συνδικαστήςfellowjurymanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδικαστής — ο, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνδικαστής Α [συνδικάζω] δικαστής που δικάζει από κοινού με άλλον ή άλλους αρχ. ένορκος ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
συνδικασταί — συνδικαστής fellowjuryman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδικαστήν — συνδικαστής fellowjuryman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδικαστῶν — συνδικαστής fellowjuryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνδικασταί — συνδικασταί , συνδικαστής fellowjuryman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)